- μεγαλόδωρος
- -η, -ο (ΑM μεγαλόδωρος, -ον)1. αυτός που δίνει μεγάλα και πλούσια δώρα, γενναιόδωρος2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόδωρο(ν)η μεγαλοδωρία («τὸ φιλόδωρον καὶ μεγαλόδωρον», Πλούτ.).επίρρ...μεγαλοδώρως (Α)με γενναιοδωρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγά-δωρος].
Dictionary of Greek. 2013.